- αὐχενιστήρ
αὐχενιστήρ, βρόχος, Strick zum Erhenken, Lycophr. 1100.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐχενιστήρ, βρόχος, Strick zum Erhenken, Lycophr. 1100.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αυχενιστήρ — αὐχενιστήρ, ο (Α) [αυχενίζω] 1. (βρόχος) κατάλληλος για απαγχονισμό 2. επίδεσμος του αυχένα … Dictionary of Greek
αὐχενιστῆρα — αὐχενιστήρ halter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχενιστῆρι — αὐχενιστήρ halter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχενιστῆρος — αὐχενιστήρ halter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυχενίζω — αὐχενίζω (Α) 1. κόβω τον λαιμό κάποιου, αποκεφαλίζω 2. στραγγαλίζω, πνίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυχήν ( ένος). ΠΑΡ. αρχ. αυχενιστήρ. ΣΥΝθ. αρχ. απαυχενίζω, υψαυχενίζω αρχ. μσν. παραυχενίζω] … Dictionary of Greek