αὐτ-άγρετος

αὐτ-άγρετος

αὐτ-άγρετος, 1) selbst gewählt, εἰ γάρπως εἴη αὐτάγρετα πάντα βροτοῖσιν, wenn alles in ihre freie Wahl gestellt wäre, Od. 16, 148; vgl. Ap. Rh. 2, 326; mit folgendem inf., H. h. Merc. 474; selbst, mit eigenen Händen gefangen, Ap. Rh. 4, 231. – 2) selbst wählend, freiwillig, αὐτάγρετοι λείπουσιν ἡλίου φάος Simonid. frg.; Opp. H. 5, 588.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παλινάγρετος — παλινάγρετος, ον (Α) 1. αυτός που ανακαλείται («[ἔπος] παλινάγρετον οὐδ ἀπατηλόν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός τον οποίο μπορεί να ανακτήσει κάποιος 3. (για τον φιλόσοφο Αρκεσίλαο) αυτός που ανακαλεί τους λόγους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + άγρετος (<… …   Dictionary of Greek

  • αυτάγρετος — αὐτάγρετος, ον (Α) 1. αυτοπροαίρετος, εκούσιος 2. εκείνος τον οποίο έχει πιάσει κάποιος με τα ίδια του τα χέρια 3. αυτός που εκλέγει ελεύθερα. [ΕΤΥΜΟΛ. αυτ(ο) * + *αγρετός < αγρώ ( έω) «πιάνω, καταλαμβάνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”