- αὐτο-έντης
αὐτο-έντης, ὁ, = αὐϑέντης, Soph. O. R. 107.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐτο-έντης, ὁ, = αὐϑέντης, Soph. O. R. 107.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek