- αὐτο-θήρευτος
αὐτο-θήρευτος, Erkl. von αὐτάγρετος, Schol. Opp. H. 5, 588.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐτο-θήρευτος, Erkl. von αὐτάγρετος, Schol. Opp. H. 5, 588.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεοθήρευτος — ον (Α) νεοθήρατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θήρευτος (< θηρεύω), πρβλ. αυτο θήρευτος] … Dictionary of Greek