θεοδίδακτος — η, ο (AM θεοδίδακτος, ον) αυτός που διδάχθηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δίδακτος (< διδάσκω), πρβλ. α δίδακτος, αυτο δίδακτος] … Dictionary of Greek
ετεροδίδακτος — ἑτεροδίδακτος, ον (Μ) αυτός που έχει διδαχθεί από άλλον («τὸ αὐτοφυὲς κρεῑττον τοῡ ἑτεροδιδάκτου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + διδακτος (< διδάσκω), πρβλ. αυτο δίδακτος] … Dictionary of Greek
πολυδίδακτος — ον, Α αυτός που έχει διδαχθεί πολλά, σοφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + διδακτός (< διδάσκω), πρβλ. αυτο δίδακτος] … Dictionary of Greek
τελειοδίδακτος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει περατώσει τις σπουδές του 2. αυτός που είχε μέτρια επιτυχία στις πανεπιστημιακές εξετάσεις πτυχίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + δίδακτος (< διδάσκω), πρβλ. αυτο δίδακτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς… … Dictionary of Greek
ωκυδίδακτος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που μαθαίνει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + διδακτός (< διδάσκω), πρβλ. αυτο δίδακτος] … Dictionary of Greek
самоучка — кто без помощи посторонних людей сам чему выучился Ср. И самоук, да дока . Ср. В нем Ермилов тотчас же почуял человека действительно много думавшего и читавшего... Ты не университетский, определил он, а самоучка... П. Боборыкин. На ущербе. 1, 11 … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Самоучка — кто безъ помощи постороннихъ людей самъ чему выучился. Ср. «И самоукъ, да дока». Ср. Въ немъ Ермиловъ тотчасъ же почуялъ человѣка дѣйствительно много думавшаго и читавшаго... Ты не университетскій, опредѣлилъ онъ, а самоучка... П. Боборыкинъ. На… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)