- αὐτο-δέσποτος
αὐτο-δέσποτος, ὁ, Selbstherrscher, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐτο-δέσποτος, ὁ, Selbstherrscher, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλοδέσποτος — ον, Α 1. (για δούλο) αυτός που είναι αφοσιωμένος στον κύριό του 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοδέσποτον η φιλοδεσποτία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δέσποτος (< δεσπότης), πρβλ. αὐτο δέσποτος] … Dictionary of Greek
ομοδέσποτος — ὁμοδέσποτος, ον (Μ) αυτός που έχει τον ίδιο δεσπότη με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δεσπότης (πρβλ. αυτο δέσποτος)] … Dictionary of Greek