- αὐτο-δι-ήγητος
αὐτο-δι-ήγητος, selbst erzählend, wie αὐτοπρόσωπος, nicht von Andern erzählen lassend, D. L. 9, 111.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐτο-δι-ήγητος, selbst erzählend, wie αὐτοπρόσωπος, nicht von Andern erzählen lassend, D. L. 9, 111.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευχορήγητος — εὐχορήγητος, ον (Μ) αυτός που χορηγείται εύκολα, ή άφθονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χορ ηγητος (< χορ ηγώ), πρβλ. αυτο χορ ήγητος, δυσ χορ ήγητος] … Dictionary of Greek