αὐτο-δύναμος

αὐτο-δύναμος

αὐτο-δύναμος (δύναμαι), selbst kräftig, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεγαλοδύναμος — η, ο (ΑM μεγαλοδύναμος, ον) αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, παντοδύναμος, πανίσχυρος νεοελλ. μσν. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Μεγαλοδύναμος ο Θεός. επίρρ... μεγαλοδυνάμως (Α) με μεγάλη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + δύναμος (< δύναμη), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικροδύναμος — μικροδύναμος, ον (Μ) αυτός που έχει μικρή δύναμη («μικροδύναμος ισχύς», Κ. Μανασ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + δύναμος (< δύναμις), πρβλ. αυτο δύναμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”