- παρ-αλληλίζω
παρ-αλληλίζω, neben einander od. gegen einander über stellen, auch vergleichen, Sp., bes. Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-αλληλίζω, neben einander od. gegen einander über stellen, auch vergleichen, Sp., bes. Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλλήλων — ἀλλήλων (ΑΜ) (αλληλοπαθής αντωνυμία σε γενική πληθυντικού τών τριών γενών, δίχως ονομαστική δηλώνει αμοιβαία ενέργεια ή κατάσταση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα αμοιβαία) ο ένας τον άλλον, ο ένας στον άλλον, ο ένας προς τον άλλον … Dictionary of Greek