- αὐτο-γένητος
αὐτο-γένητος lies't, in derselben Bdtg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐτο-γένητος lies't, in derselben Bdtg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιφιγένητος — ἰφιγένητος, ον (Α) αυτός που γίνεται, που δημιουργείται με δύναμη, δυνατός («ἰφιγένητον πῡρ», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἶφι «ισχυρά» + γενητός (< γίγνομαι), πρβλ. αει γένητος, αυτο γένητος] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek