αὐτο-κράτωρ

αὐτο-κράτωρ

αὐτο-κράτωρ, ορος, ὁ, Selbstherrscher, mit unum schränkter Gewalt versehen, ἀνυπεύϑυνος καὶ αὐτ. τῆς πόλεως ἄρχειν Plat. Legg. X, 875 b, u. öfter; τῶν εἰς τὸν πόλεμον Thuc. 3, 62; αὐτ. πάντα διατίϑημι, ich ordne alles nach eigenem Ermessen, 1, 126; αὐτ.μάχη, wo jeder thut, was er will, 4, 126; mit dem inf., κολάσαι Dem. 59, 80; unabhängig, Xen. Mem. 2, 1, 21; von Völkern, Pol. 3, 17; πρέσβεις περὶ εἰρήνης, mit unumschränkter Vollmacht, Andoc. 3, 6; Lys. 13, 9 u. öfter; βουλή Andoc. 1, 15; δύναμις Pol. 6, 14; vgl. 18, 1, wo es, von den Pallisaden gesagt, Selbstständigkeit ist; στρατηγός ist der Diktator bei den Römern, 3, 86. Bei Sp. der römische Kaiser.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζωδιοκράτωρ — ζῳδιοκράτωρ, ὁ (Α) ο κύριος τών ζωδίων, θεότητα που προΐσταται τού ζωδιακού κύκλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + κράτωρ (< κρατώ), πρβλ. αυτο κράτωρ, θαλασσο κράτωρ] …   Dictionary of Greek

  • ημεροκράτωρ — ἡμεροκράτωρ ό (Μ) ο άρχοντας τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κράτωρ (< κρατώ), πρβλ. αυτο κράτωρ, πάντο κράτωρ] …   Dictionary of Greek

  • θηροκράτωρ — θηροκράτωρ, ὁ (Μ) άρχοντας τών θηρίων, εξουσιαστής τών θηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + κράτωρ (< κρατώ), πρβλ. αυτο κράτωρ, κλειδο κράτωρ] …   Dictionary of Greek

  • θυμοκράτωρ — θυμοκράτωρ, ὁ (Μ) αυτός που κυριαρχεί πάνω στον θυμό του, αυτός που συγκρατεί τον θυμό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + κράτωρ (< κράτος), πρβλ. αυτο κράτωρ, κλειδο κράτωρ] …   Dictionary of Greek

  • κοσμοκράτορας — ο, θηλ. κοσμοκράτειρα (ΑM κοσμοκράτωρ, ορος) αυτός που κυριαρχεί σε όλο ή σχεδόν σε όλο τον κόσμο, εξουσιαστής τού κόσμου, κυβερνήτης τού κόσμου («η κοσμοκράτειρα Ρώμη») μσν. (κολακευτικά) ο αυτοκράτορας αρχ. 1. (για πλανήτη) αυτός που διευθύνει… …   Dictionary of Greek

  • πολοκράτωρ — ορος, ὁ, Α ο κυρίαρχος τών πόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλος + κράτωρ (< κρατῶ) (βλ. λ. αυτο κράτωρ)] …   Dictionary of Greek

  • σεβαστοκράτορας — ο / σεβαστοκράτωρ, ορος, θηλ. σεβαστοκρατόρισσα, ΝΜ βυζαντινό αξίωμα που απονεμήθηκε, για πρώτη φορά, από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό στον αδερφό του Ισαάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεβαστός + κράτωρ (βλ. αυτό κράτωρ)] …   Dictionary of Greek

  • σεισμοκράτωρ — ορoς, ὁ, Μ ο κυρίαρχος τών σεισμών, αυτός που προκαλεί τους σεισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμός + κράτωρ (βλ. λ. αυτο κράτωρ)] …   Dictionary of Greek

  • σκηπτροκράτωρ — ορος, ὁ, Α σκηπτούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκήπτρον + κράτωρ (βλ. λ. αυτο κράτωρ)] …   Dictionary of Greek

  • στοιχειοκράτωρ — ορος, ὁ, Α αυτός που κρατά και εξουσιάζει τα στοιχεία τής φύσης («στοιχειοκράτορες θεοί», Σιμπλίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχεῖον + κράτωρ (βλ. λ. αυτο κράτωρ)] …   Dictionary of Greek

  • τιτανοκράτωρ — ορος, ὁ, Α (για τον Δία) ο νικητής τών Τιτάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τιτᾶνες + κράτωρ (βλ. λ. αὐτο κράτωρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”