αὐτ-οψία

αὐτ-οψία

αὐτ-οψία, , das Sehen mit eigenen Augen, Luc. Dea Syr. 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λυκοψία — λυκοψία, ἡ (Α) το λυκόφως. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λύκη «χάραμα» + οψία (< ὄψις < ὄπωπα), πρβλ. αυτ οψία, υπερ οψία] …   Dictionary of Greek

  • συμφυσιοψία — η, Ν ιατρ. τερατογονική διάπλαση που χαρακτηρίζεται από συνένωση τών δύο οφθαλμών σε έναν. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύμφυσις + οψία (< οπτος < ὀπτός < θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. αυτ οψία, υπ οψία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”