- αὐτο-χορ-ήγητος
αὐτο-χορ-ήγητος, von selbst, ohne Anderer Zuthun ausgerüstet, εἰλαπίναι Plat. Ax. 371 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐτο-χορ-ήγητος, von selbst, ohne Anderer Zuthun ausgerüstet, εἰλαπίναι Plat. Ax. 371 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευχορήγητος — εὐχορήγητος, ον (Μ) αυτός που χορηγείται εύκολα, ή άφθονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χορ ηγητος (< χορ ηγώ), πρβλ. αυτο χορ ήγητος, δυσ χορ ήγητος] … Dictionary of Greek