εριφυής — ἐριφυής, ές (Μ) πολύβλαστος («ἐριφυὴς κριθὴ», Μιχ. Ακομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + φυής (< φύω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. αυτο φυής, ευ φυής)] … Dictionary of Greek
ευθυφυής — εὐθυφυής, ές (Α) αυτός που φύεται ή βλαστάνει κατευθείαν, χωρίς κλίση ή καμπυλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + φυής (< πιθ. *φύος, το < φύομαι), πρβλ. αυτο φυής, ιδιο φυής] … Dictionary of Greek
ευφυής — ές (ΑΜ εὐφυής, ές) αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη») μσν. ταιριαστός αρχ. 1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
κερατοφυής — κερατοφυής, ές (Α) (για ζώο) αυτός στο κεφάλι τού οποίου φύονται κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + φυής (< φύος), πρβλ. αυτο φυής, ιδιο φυής] … Dictionary of Greek
κοιλοφυής — κοιλοφυής, ές (Α) αυτός που είναι από τη φύση του κοίλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + φυής (< φυή ή φύος < φύομαι), πρβλ. αυτο φυής, μεγαλο φυής] … Dictionary of Greek
κοινοφυής — κοινοφυής, ές (Α) αυτός που έχει κοινή αρχή, κοινή καταγωγή με κάποιον ή με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + φυής (< φύος, τό), πρβλ. αυτο φυής, μεγαλο φυής] … Dictionary of Greek
κομνηνοφυής — κομνηνοφυής, ές (Μ) αυτός που έχει γεννηθεί από τους αυτοκράτορες Κομνηνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κομνηνός + φυής (< φύος), πρβλ. αυτο φυής, ιδιο φυής] … Dictionary of Greek
λεπτοφυής — ές (Α λεπτοφυής, ές) αυτός που έχει λεπτή υφή, λεπτή φύση, λεπτός κατά τη φυσική κατασκευή του («λεπτοφυές σώμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + φυής (< φύος < φύω), πρβλ. αυτο φυής, ευ φυής] … Dictionary of Greek
μακροφυής — μακροφυής, ές (Α) 1. αυτός που έχει από τη φύση του μακρύ σχήμα, επιμήκης, μακρύς 2. (για δημητριακά) ο ανεπτυγμένος καλά, ο ψηλός, ο θρεμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + φυής (< φύος < φύομαι), πρβλ. αυτο φυής, μεγαλο φυής] … Dictionary of Greek
μεγαλοφυής — ές (ΑM μεγαλοφυής, ές) 1. αυτός που είναι προικισμένος από τη φύση με εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες και τού οποίου τα δημιουργικά επιτεύγματα διακρίνονται για την πρωτοτυπία και τη διαχρονική και υψηλής στάθμης αξία τους (α. «μεγαλοφυής… … Dictionary of Greek
νεοφυής — ές (Α νεοφυής, ές) αυτός που φύτρωσε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + φυής (< φύομαι), πρβλ. αυτο φυής] … Dictionary of Greek