- αὐτο-πήμων
αὐτο-πήμων, γόος, sich selbst schadend, Aesch. Sept. 900.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐτο-πήμων, γόος, sich selbst schadend, Aesch. Sept. 900.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αυτοπήμων — αὐτοπήμων, ον (Α) αυτός που δημιουργεί ο ίδιος τα παθήματά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + πήμων < πήμα «πάθημα, δυστυχία, συμφορά» (πρβλ. απήμων, πολυπήμων)] … Dictionary of Greek