- αὐτο-παγής
αὐτο-παγής, ές, selbst gebaut, ϑαλάμαι, Bienenzellen, Antiphil. 19 (IX, 404).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐτο-παγής, ές, selbst gebaut, ϑαλάμαι, Bienenzellen, Antiphil. 19 (IX, 404).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αυτοπαγής — αὐτοπαγής, ές (Α) αυτός που έγινε μόνος του, όχι από κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + παγής < πήγνυμι] … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
αρτιπαγής — ἀρτιπαγής, ές (Α) 1. αυτός που στερεώθηκε πριν από λίγο, ο μόλις τοποθετημένος 2. (για τυρί) αυτό που μόλις έπηξε. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + παγής < πήγνυμι (πρβλ. απαγής, συμπαγής)] … Dictionary of Greek