αὐτεί

αὐτεί

αὐτεί, dor. = αὐτοῦ, s. zw., Greg. Cor. p. 351 ff.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αὐτεῖ — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀυτεῖ — ἀϋ̱τεῖ , ἀυτέω cry pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀϋ̱τεῖ , ἀυτέω cry pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀύτει — ἀ̱ΰ̱τει , ἀυτέω cry imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀΰ̱τει , ἀυτέω cry pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀΰ̱τει , ἀυτέω cry imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληδών — κληδών, όνος, επικ. τ. κλεηδών και κληηδών, ἡ (Α) 1. φήμη ή φωνή που περιέχει μήνυμα, πρόρρηση, προφητική ρήση («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.) 2. είδηση, πληροφορία, νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», Ομ. Οδ.) 3. διάδοση,… …   Dictionary of Greek

  • παραυτεί — Α επίρρ. (κρητ. τ. αντί αὐτεί) σ αυτό το μέρος, αυτού, εδώ …   Dictionary of Greek

  • χωρίς — ΝΜΑ, και χῶρι και σε επιγρ. χωρί Α (ως καταχρ. πρόθεση) δίχως, άνευ (α. «χωρίς θέρμη θερμάθηκε», δημ. τραγούδι β. «χωρίς να θέλεις έξαφνα βαριά ν αναστενάζεις», Βαλαωρ. γ. «χωρὶς ποδοψήστρων τε καὶ τῶν ποικίλων κληδὼν ἀϋτέϊ», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”