- αὐτ-αρχή
αὐτ-αρχή, ἡ, der Anfang selbst, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐτ-αρχή, ἡ, der Anfang selbst, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αυτουργός — ή, ό (AM αὐτουργός, όν) νεοελλ. (κυρίως ως ουσ.) εκείνος που πραγματώνει με δική του ενέργεια ή παράλειψη την αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος ή ενεργεί πράξη που περιέχει αρχή εκτέλεσής του αρχ. μσν. 1. αυτός που ενεργεί μόνος του, χωρίς… … Dictionary of Greek