ηδυμόλος — ἡδυμόλος, ον (Α) αυτός που έρχεται με γλυκύτητα, ευχάριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + μολος (< έμολον, αόρ. β του βλώσκω «έρχομαι»), πρβλ. αγχί μολος, αυτό μολος] … Dictionary of Greek
επίμολος — ἐπίμολος, ὁ (Α) επιδρομέας («κάκ’ ἐκτρέποντες εἰς ἐπιμόλους», Αισχύλ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μολος (< έ μολ ον, συμπληρωματικός αόρ. β’ τού βλώσκω «ἐρχομαι»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. αυτό μολος)] … Dictionary of Greek
ωκύμολος — ον, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ταχὺ πορευόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + θ. μολ (πρβλ. ἔμολον, αόρ. β τού βλώσκω «έρχομαι»), πρβλ. αὐτό μολος] … Dictionary of Greek
mel-8, melǝ- : mlō- — mel 8, melǝ : mlō English meaning: to appear, come up Deutsche Übersetzung: “hervorkommen, erscheinen, hochkommen; Erhöhung, Wölbung” Material: Perhaps O.Ind. maṇi “ pearl “, maṇika m. “(round) Wassertopf”; Gk. μολεῖν “go, come” … Proto-Indo-European etymological dictionary
Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek