αὐτό-μολος

αὐτό-μολος

αὐτό-μολος (μολεῖν), ὁ, freiwillig, ohne Geheiß gehend, gew. der Ueberläufer, von Her. 3, 156 an oft; αὐτομόλως, verrätherisch, Soph. frg. 617. Bei den Pflanzen heißen αὐτόμολοι die aus der Wurzel treibenden Räuber, stolones.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηδυμόλος — ἡδυμόλος, ον (Α) αυτός που έρχεται με γλυκύτητα, ευχάριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + μολος (< έμολον, αόρ. β του βλώσκω «έρχομαι»), πρβλ. αγχί μολος, αυτό μολος] …   Dictionary of Greek

  • επίμολος — ἐπίμολος, ὁ (Α) επιδρομέας («κάκ’ ἐκτρέποντες εἰς ἐπιμόλους», Αισχύλ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μολος (< έ μολ ον, συμπληρωματικός αόρ. β’ τού βλώσκω «ἐρχομαι»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. αυτό μολος)] …   Dictionary of Greek

  • ωκύμολος — ον, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ταχὺ πορευόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + θ. μολ (πρβλ. ἔμολον, αόρ. β τού βλώσκω «έρχομαι»), πρβλ. αὐτό μολος] …   Dictionary of Greek

  • mel-8, melǝ- : mlō- —     mel 8, melǝ : mlō     English meaning: to appear, come up     Deutsche Übersetzung: “hervorkommen, erscheinen, hochkommen; Erhöhung, Wölbung”     Material: Perhaps O.Ind. maṇi “ pearl “, maṇika m. “(round) Wassertopf”; Gk. μολεῖν “go, come” …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”