- αὐτό-βουλος
αὐτό-βουλος, aus eigenem Willen, eigenmächtig, Aesch. Sept. 1044.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐτό-βουλος, aus eigenem Willen, eigenmächtig, Aesch. Sept. 1044.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρυψίβουλος — η, ο (Μ κρυψίβουλος, ον) αυτός που κρύβει τους πραγματικούς σκοπούς και τις αληθινές σκέψεις και προθέσεις του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι (βλ. κρυπτ[ο] ) + βουλος (< βουλεύω < βουλή), πρβλ. αυτό βουλος, υστερό βουλος] … Dictionary of Greek
μωρόβουλος — μωρόβουλος, ον (Α) αυτός που έχει ανόητες βουλές, μωρές επιθυμίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + βουλος (< βουλή < βούλομαι «θέλω»), πρβλ. αυτό βουλος, κακό βουλος] … Dictionary of Greek
νεόβουλος — νεόβουλος, ον (Α) νέος σύμβουλος, βουλευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. αυτό βουλος] … Dictionary of Greek
θρασύβουλος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Τύραννος της Μιλήτου (6ος αι. π.Χ.). Με τέχνασμά του παραπλάνησε τον βασιλιά της Λυδίας, Αλυάττη, ο οποίος πολιορκούσε την πόλη, και τον ανάγκασε όχι μόνο να συμμαχήσει με τους Μιλήσιους αλλά και να… … Dictionary of Greek
ιδιοβουλώ — ἰδιοβουλῶ, έω (Α) ενεργώ σύμφωνα με τη δική μου βούληση, πράττω αυτό που κρίνω εύλογο εγώ ο ίδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + βουλώ ( βουλος < βουλή), πρβλ. ομο βουλώ, υστερο βουλώ] … Dictionary of Greek
οικειοβούλως — οἰκειοβούλως (Μ) επίρρ. αυτοπροαίρετα, οικειοθελώς, οικείᾳ βουλήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από αμάρτυρο επίθ. *οἰκειόβουλος (< οἰκεῖος + βουλος < βουλή), πρβλ. αυτο βούλως] … Dictionary of Greek