αὐτό-δαιτος

αὐτό-δαιτος

αὐτό-δαιτος (δαίνυμαι), τινός, selbst essend, Lycophr. 480.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καρδιόδαιτος — καρδιόδαιτος, ον (Α) αυτός που ευωχείται με ανθρώπινες καρδιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + δαιτος < δαίνυμι «τρώγω» (πρβλ. ά δαιτος, αυτό δαιτος)] …   Dictionary of Greek

  • ωμόδαιτος — ον, Μ αυτός που τρέφεται με ωμό κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + δαιτος (< δαίνυμι «τρώγω»), πρβλ. αὐτό δαιτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”