- αὐτό-δετος
αὐτό-δετος, selbst gebunden, Opp. Cyn. 2, 376.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐτό-δετος, selbst gebunden, Opp. Cyn. 2, 376.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισχυρόδετος — ἰσχυρόδετος, ον (Α) δεμένος ισχυρά, δεμένος γερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + δετος (< δετός < δέω «δένω»), πρβλ. αυτό δετος, λινό δετος] … Dictionary of Greek