- αὐτό-γνωτος
αὐτό-γνωτος, dasselbe, όργά Soph. Ant. 865.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐτό-γνωτος, dasselbe, όργά Soph. Ant. 865.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αυτόγνωτος — αὐτόγνωτος, ον αυτός που τον αποφάσισε κανείς μόνος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + γνωτός < γιγνώσκω (πρβλ. αλλόγνωτος, αρίγνωτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek