- αὐτό-κωλος
αὐτό-κωλος (κῶλον), von einem affenartig gestalteten Weibe, dessen Schenkel nichts als Haut u. Knochen sind, Simonid. mul. 76, conj. αὐόκωλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐτό-κωλος (κῶλον), von einem affenartig gestalteten Weibe, dessen Schenkel nichts als Haut u. Knochen sind, Simonid. mul. 76, conj. αὐόκωλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονόκωλος — μονόκωλος, ιων. τ. μουνόκωλος, ον (Α) 1. (για χορευτή) αυτός που χορεύει με το ένα πόδι 2. (για φυτό) αυτός που αποτελείται από έναν βλαστό 3. (για οικοδόμημα) αυτό που αποτελείται από έναν όροφο 4. (για περίοδο) αυτός που αποτελείται από ένα… … Dictionary of Greek
κωλο- — (Μ κωλο ) α συνθετικό λέξεων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. κώλος και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στα οπίσθια ανθρώπου ή ζώου (κωλομέρι, κωλόπανο, κωλόχαρτο). Η μορφή χρησιμοποιείται συχνά με… … Dictionary of Greek