- παρ-αλουργός
παρ-αλουργός, = παραλουργής, ἱμάτιον, Plut. de gen. Socr. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-αλουργός, = παραλουργής, ἱμάτιον, Plut. de gen. Socr. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλουργής — ἁλουργής, ές και σπάνια ἁλουργός, όν και ἁλουρνοῦς, οῦν (Α) ο βαμμένος με θαλάσσια πορφύρα, αυτός που έχει γνήσιο πορφυρό, άλικο χρώμα (και δεν απομιμείται το χρώμα τής πορφύρας) «στρώμαθ’ ἁλουργῆ», «ἁλουργὰ ἔρια», «ἁλουργός χιτών». [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
αλουργίς — ἁλουργίς ( ίδος), η (AM) πορφυρή εσθήτα αρχ. (ως επίθ. για ενδύματα) πορφυρόχρωμος, κόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλουργός. ΠΑΡ. αρχ. ἁλουργίδιον] … Dictionary of Greek
αλουργοπώλης — ἁλουργοπώλης, ο (Α) αυτός που πουλάει πορφύρα, ο πορφυροπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλουργός + πώλης < πωλῶ. ΠΑΡ. αρχ. ἁλουργοπωλική] … Dictionary of Greek
παραλουργής — ιων. τ. παραλοργής, ές, και παραλουργός, όν, Α 1. (για ένδυμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή 2. (για πρόσ.) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που φορά ένδυμα με πορφυρή παρυφή και ο οποίος ήταν πιο επιφανής από εκείνον που φορούσε ολοπόρφυρο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek