αὐτό-χροος

αὐτό-χροος

αὐτό-χροος, mit eigener, natürlicher Farbe, μέλαν Plut. qu. Rom. 26; von einerlei Farbe, χλαμύς, dem περιπόρφυρος entgegstzt Plut. de Alex. fort. I, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • αυτόχρους — αὐτόχρους, ουν (AM) ι. αυτός που έχει το φυσικό του χρώμα 2. μονόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + χρους < χροος < χρως «χρώμα» (πρβλ. αμβλυόχρους, πυρόχρους, χρυσόχρους κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • ομόχρους — ουν (ΑΜ ὁμόχρους, ουν και οος, οον) αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με άλλον, ομόχρωμος μσν. αρχ. αυτός που έχει ένα και το αυτό χρώμα, μονόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + χρους (< χροος < χρώς «επιδερμίδα, χρώμα»), πρβλ. κακό χρους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”