αὐτό-φορτος

αὐτό-φορτος

αὐτό-φορτος, 1) mit eigner Last beladen, die Last selbst tragend, Aesch. Ch. 664; Soph. frg. 250; Hes. erkl. αὐτοδιάκονος, aus Cratin. kom. für τοὺς τὰ κοινὰ φορτιζομένους. – 2) ναῠς ἀπόλωλε αὐτόφορτος, sammt der Ladung, Plut. tranq. an. 6; Aem. Paul. 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φορτίο — Στην αντοχή υλικών σημαίνει το σύνολο των εξωτερικών δυνάμεων που ασκούνται σε ένα κατασκευαστικό σύνολο (δοκός, πλάκα, γέφυρα, στέγη κλπ.). Τα φ. διακρίνονται καταρχήν σε μόνιμα και συμπτωματικά. Τα πρώτα αποτελούνται από το ίδιο το βάρος της… …   Dictionary of Greek

  • Λακλό, Πιερ Σοντερλό ντε- — (Pierre Ambroise Choderlos de Laclos, Αμιέν 1741 – Τάραντας 1803). Γάλλος συγγραφέας. Ήταν στρατιωτικός και στη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ως γραμματέας του Φιλίππου της Ορλεάνης, ενώ με τον βαθμό του στρατηγού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”