αὐτό-φωνος

αὐτό-φωνος

αὐτό-φωνος (φωνη), selbst tönend; χρησμοί, Orakel vom Gott selbst gesprochen, Luc. Alex. 26.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τοιουτόφωνος — ον, Μ αυτός που έχει τέτοια φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιοῦτος + φωνος (< φωνή), πρβλ. αὐτό φωνος] …   Dictionary of Greek

  • ιδιόφωνος — η, ο (Α ἰδιόφωνος, ον) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιδιόφωνα κατηγορία μουσικών οργάνων στα οποία ο ήχος παράγεται από τις δονήσεις ενός συμπαγούς υλικού, όπως είναι το ξύλο, το μέταλλο ή η πέτρα αρχ. αυτό που λέγεται από κάποιον με τη δική …   Dictionary of Greek

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • στερεοφωνία — Τεχνική λήψης, εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου, που αποβλέπει να δώσει στον ακροατή την αίσθηση της κατανομής στο χώρο των αρχικών ηχητικών πηγών. Η σ. βασίζεται επί της αρχής του εντοπισμού της ηχογόνου πηγής, δηλαδή επί του φαινόμενου της… …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”