αὐτό-τεχνος

αὐτό-τεχνος

αὐτό-τεχνος (τέχνη), πρὸς ἴασιν, durch sich selbst in der Arzneikunde unterrichtet, Plut. Gryll. 9 u. A.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αυτότεχνος — αὐτότεχνος, ον (Α) αυτοδίδακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + τεχνος < τέχνη (πρβλ. άτεχνος, έντεχνος, κακότεχνος)] …   Dictionary of Greek

  • κακότεχνος — η, ο (AM κακότεχνος, ον) κακώς κατασκευασμένος, κακοφτειαγμένος, κακής τέχνης, άτεχνος, άκομψος, ακαλαίσθητος («κακότεχνη εικόνα») νεοελλ. (για πρόσ.) κακός τεχνίτης, ακαλαίσθητος τεχνίτης μσν. 1. αυτός που γνωρίζει μαγικές τέχνες 2. (για βιβλίο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”