αὐτό-σκευος

αὐτό-σκευος

αὐτό-σκευος (σκευή), selbst zugerichtet, schlecht gemacht, λύριον Synes.; dah. kunstlos, φύσεως αὐτ. ἔρευϑος Aristaen. 2, 22; = αὐτουργός, Poll. 10, 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αυτόσκευος — αὐτόσκευος, ον (AM) αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί από τεχνίτη, άτεχνος, κακότεχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + σκευος < σκευή «εξοπλισμός» (πρβλ. άσκευος, ομόσκευος)] …   Dictionary of Greek

  • κηροπήγιο — Σκεύος για την τοποθέτηση ενός ή περισσότερων κεριών. Πρόδρομός του μπορεί να θεωρηθεί ο ξύλινος ρητινούχος πυρσός, που στερεωνόταν στο χώμα ή στα τοιχώματα των προϊστορικών σπηλαίων. Η παραδοσιακή μορφή του κ. είναι ετρουσκικής καταγωγής και… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Αρχαίας Αγοράς Αθηνών — Στεγάζεται στην αναστηλωμένη το 1956 από την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή στοά που είχε οικοδομήσει στον ίδιο χώρο ο βασιλιάς της Περγάμου Άτταλος το 2ο αι. π.Χ. Η συλλογή του μουσείου, από τις πιο αξιόλογες της Αθήνας, περιλαμβάνει ενδεικτικά… …   Dictionary of Greek

  • αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …   Dictionary of Greek

  • καλάθι — Πλεχτό σκεύος από κλαδιά ιτιάς ή λυγαριάς ή από καλάμια. Ονομάζεται επίσης πανέρι, κοφίνι ή κόφα. Αρχικά, κ. ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους κάθε σκεύος που είχε περίπου το σχήμα του σημερινού κ. Με αυτό μετέφεραν κυρίως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”