αὐτ-όροφος

αὐτ-όροφος

αὐτ-όροφος (ὀροφή), sich selbst bedachend, von Natur bedeckt, σκηναί D. Hal. 1, 79; στέγη, natürliches Dach, Ael. N. A. 16, 17; ἄντρα πέτρης αὐτορόφου Opp. H. 1, 22; Cyn. 2, 588.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αυτόροφος — αὐτόροφος, ον (AM) και αὐτώροφος, ον (Α) ο αφευατού στεγασμένος, αυτός που έχει φυσική οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο) + όροφος. Το –ω του τ. αυτώροφος βάσει του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. διώροφος, τριώροφος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”