- αὐτό-πειρος
αὐτό-πειρος (πεῖρα), der selbst erfahren hat, τὸ αὐτόπ., eigene Erfahrung, Damasc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐτό-πειρος (πεῖρα), der selbst erfahren hat, τὸ αὐτόπ., eigene Erfahrung, Damasc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η … Dictionary of Greek
σουραύλι — Μουσικό όργανο, που συγγενεύει με το φλάουτο. Το στόμιο, από το οποίο φυσάει εκείνος που παίζει, δεν είναι εντελώς ανοιχτό όπως στη φλογέρα, αλλά συνήθως λοξοκομμένο και κλεισμένο με τάπα (σούρος, γλωσσίδι, πείρος, ψύχα κλπ.), αφήνοντας μια λεπτή … Dictionary of Greek