- ίππο-μανία
ίππο-μανία, ἡ, rasende Pferdeliebhaberei, Leidenschaft für Pferderennen, Luc. Nigr. 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ίππο-μανία, ἡ, rasende Pferdeliebhaberei, Leidenschaft für Pferderennen, Luc. Nigr. 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικομανία — οἰκομανία, ἡ (Α) μανία για την οικοδόμηση σπιτιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + μανία (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. ιππο μανία, λιθο μανία] … Dictionary of Greek
χρηματομανία — ἡ, Μ μανιώδης αγάπη για τα χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + μανία (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. γυναικο μανία, ἱππο μανία] … Dictionary of Greek
ιπποδρομομανώ — ἱππόδρομομανῶ, έω (Μ) έχω μανία για ιππόδρομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππό δρομος + μανῶ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής, ορνιθο μανής] … Dictionary of Greek
κερδομανής — ές αυτός που επιζητεί το κέρδος με μανία, φιλοκερδής μέχρι μανίας, υπερβολικά φιλοχρήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + μανής (< θ. μαν τού μαίνομαι, προβλ. παθ. αόρ. β ε μάν ην), πρβλ. γυναι μανής, ιππο μανής] … Dictionary of Greek
οιστροδίνητος — οἰστροδίνητος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. αυτός που στριφογυρίζει με μανία εξαιτίας τσιμπήματος από οίστρο 2. αυτός που έχει κυριευθεί από σφοδρό πάθος («πῶς δι οὐ κλύω τῆς οἰστροδινήτου κόρης», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + δίνητος (< δινῶ… … Dictionary of Greek
Βιργίλιος — (Publius Vergilius Maro, Άνδεις [σημερινό Πιέτολε, κοντά στη Μάντοβα] 70 π.Χ. – Μπρίντιζι 19 π.Χ.).Λατίνος ποιητής, από τους κορυφαίους των ρωμαϊκών χρόνων. Ταπεινής καταγωγής, πήγε στο Μιλάνο για να σπουδάσει ρητορική και μετά στη Ρώμη, όπου… … Dictionary of Greek