- ίππευτής
ίππευτής, ὁ, dasselbe; Νομάδες Pind. P. 9, 127; von den Amazonen, ἱππευτὰς στρατός, Eur. Herc. Für. 408.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ίππευτής, ὁ, dasselbe; Νομάδες Pind. P. 9, 127; von den Amazonen, ἱππευτὰς στρατός, Eur. Herc. Für. 408.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιππευτής — ἱππευτής, ὁ (Α) [ιππεύω] 1. αυτός που ιππεύει, ιππέας, έφιππος 2. ως επίθ. ιππικός, ικανός στην ίππευση και στην ιππομαχία (α. «ἱππευταὶ Τρῶες», Βακχ. β. «ἱππευτὴς στρατός», Ευρ.) … Dictionary of Greek
ἱππευταί — ἱππευτής rider masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππευτᾶν — ἱππευτής rider masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππευτάν — ἱππευτά̱ν , ἱππευτής rider masc acc sg (epic doric aeolic) ἱππευτής rider masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππαστήρ — ἱππαστήρ, ῆρος, ὁ (Α) [ιππάζομαι] 1. ιππευτής, ιππέας, έφιππος 2. αυτός με τον οποίο ιππεύεται και οδηγείται ο ίππος («ἱππαστὴρ κημός» το φίμωτρο με το οποίο ιππεύουν και οδηγούν τον ίππο, Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
ιππαστής — ἱππαστής, ὁ (Α) [ιππάζομαι] 1. (για ίππο) κατάλληλος για ιππασία, άλογο για ιππασία 2. (για πρόσ.) ιππευτής, ιππέας, έφιππος … Dictionary of Greek
ιππευτήρ — ἱππευτήρ, ῆρος, ὁ (Α) [ιππεύω] μτγν. και ποιητ. τ. αντί ιππευτής* … Dictionary of Greek
ιππευτικός — ή, ό [ιππευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιππέα («ιππευτικοί αγώνες») 2. το θηλ. ως ουσ. η ιππευτική η τέχνη τής ιππασίας … Dictionary of Greek
ՁԻԱՎԱՐԺ — (ի, ից.) NBH 2 0156 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 12c, 14c ա. ἰππευτής equitandi peritus. Վառժ ʼի հեծանել ʼի ձի. կիրթ ʼի ձիավարել. ձիաւոր. ձիական զինաւոր, հեծեալ. *Ձիավարժից, եւ սոսկականաց: Ձիավարժից, եւ հետեւակաց. Նար. ՟Գ. եւ գնձ խչ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)