- άλωαίη
άλωαίη, Beiname der Demeter, von der Tenne, Orph. H. 40, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άλωαίη, Beiname der Demeter, von der Tenne, Orph. H. 40, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλωαίος — ἁλωαῖος, α, ον (Α) [ἅλως] 1. αυτός που ανήκει στο αλώνι 2. το θηλ. ἁλωαίη, ως επίθ. τής Δήμητρος που προστατεύει τη συγκομιδή … Dictionary of Greek