ά-δαπάνητος

ά-δαπάνητος

ά-δαπάνητος, Sp., nicht verwendet, unerschöpflich.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευδαπάνητος — εὐδαπάνητος, ον (Α) 1. αυτός που δαπανάται ή φθείρεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐδαπάνητον φρ. «τὸ εὐδαπάνητον τῆς ζωῆς» το γεγονός ότι η ζωή περνάει γρήγορα (Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δαπανητος (< δαπανώ), πρβλ. α δαπάνητος] …   Dictionary of Greek

  • πολυδαπάνητος — ον, Μ πολυδάπανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δαπάνητος (< δαπανῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”