- άει-στρεφής
άει-στρεφής, = ἀεί-στροφος, sich stets drehend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άει-στρεφής, = ἀεί-στροφος, sich stets drehend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αειστρεφής — ἀειστρεφής, ές (Α) 1. αυτός που διαρκώς στρέφεται, κινείται 2. (ειδ. για την ψυχή) ανήσυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + στρεφὴς < στρέφω] … Dictionary of Greek