- ΦΥΖΩ
ΦΥΖΩ, ungebr. Stammform, von der Hom. in der II. 21, 6. 528. 22, 1 das part. perf. πεφυζότες statt πεφευγότες braucht, wie Ap. Rh. 2, 1083; Nic. Ther. 128 auch πεφυζώς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ΦΥΖΩ, ungebr. Stammform, von der Hom. in der II. 21, 6. 528. 22, 1 das part. perf. πεφυζότες statt πεφευγότες braucht, wie Ap. Rh. 2, 1083; Nic. Ther. 128 auch πεφυζώς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φύζω — pres subj act 1st sg φύζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύζω — Α (επικ. τ.) φεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστ., την ύπαρξη τού οποίου υποθέτουν ορισμένοι μελετητές, στην προσπάθεια να ερμηνεύσουν τον ομηρικό τ. μτχ. πεφυζότες. Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή, αφού ο τ. πεφυζότες θα… … Dictionary of Greek
φύξαι — φύζω aor imperat mid 2nd sg φύζω aor inf act φύξαῑ , φύζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύξω — φύζω aor subj act 1st sg φύζω fut ind act 1st sg φύζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύσσαν — φύζω aor part act neut nom/voc/acc sg φύζω aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύσσω — φύζω aor subj act 1st sg φύζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύσσῃ — φύζω aor subj mid 2nd sg φύζω aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύξα — φύζω aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύξειν — φύζω fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύσε — φύζω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύσσα — φύζω aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)