- ΤΡΎφΩ
ΤΡΎφΩ, ungebr. Stammform von ϑρύπτω, τρύ-φος, τρυφή, τρυφερός u. s. w.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ΤΡΎφΩ, ungebr. Stammform von ϑρύπτω, τρύ-φος, τρυφή, τρυφερός u. s. w.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρυφώ — τρυφῶ, άω, ΝΜΑ [τρυφή] 1. ζω μέσα στην τρυφή, ζω τρυφηλό βίο μσν. αρχ. αντλώ χαρά και ευχαρίστηση από κάτι αρχ. 1. ζω μέσα στην ακολασία και στην ασωτεία 2. ξοδεύω πολλά, είμαι σπάταλος 3. περηφανεύομαι, επαίρομαι 4. (η μτχ. ενεστ. ως επιθ.)… … Dictionary of Greek
τρυφῶ — θρύπτω break in pieces aor subj pass 1st sg (attic epic doric) τρυφάω live softly pres imperat mp 2nd sg τρυφάω live softly pres subj act 1st sg (attic epic ionic) τρυφάω live softly pres ind act 1st sg (attic epic ionic) τρυφάω live softly pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατρυφώ — κατατρυφῶ, άω (Μ) (επιτ. τ. τού τρυφώ) μσν. 1. απολαμβάνω 2. καρπώνομαι αρχ. 1. φέρομαι αλαζονικά, χλευάζω κάποιον 2. ασχολούμαι ευχαρίστως με τον λόγο, διηγούμαι κάτι με πολλή ευχαρίστηση 3. ζω άσωτα, τρυφηλά, με ηδυπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)… … Dictionary of Greek
Триантафиллу, Соти — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Триантафиллу. Соти Триантафиллу греч. Σώτη Τριανταφύλλου Дата рождения: 1957 год( … Википедия
ατρύφητος — ἀτρύφητος, ον (Α) αυτός που δεν είναι έκδοτος στην τρυφή και τη μαλθακότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τρυφώ ( άω) < τρυφή «απαλότητα, μαλθακότητα»] … Dictionary of Greek
διατρυφώ — διατρυφῶ ( άω) (Α) [τρυφώ] ζω υπερβολικά τρυφηλή ζωή … Dictionary of Greek
επιτρυφώ — ἐπιτρυφῶ, άω (Α) [τρυφώ] εντρυφώ σε κάτι … Dictionary of Greek
θρύπτω — (ΑΜ θρύπτω) 1. θρυμματίζω 2. μέσ. θρύπτομαι καμαρώνω, κάνω νάζια. αρχ. 1. (για αέρα) διασκορπίζομαι 2. (με ηθική σημ.) εξασθενώ, αμαυρώνω 3. παθ. α) γίνομαι τρυφηλός, φιλήδονος β) εκθηλύνομαι 4. ζω άσωτα 5. υποκρίνομαι, προσποιούμαι ότι απορρίπτω … Dictionary of Greek
παρατρυφώ — άω, Α 1. ζω με απολαύσεις, πολυτελώς, πλησιάζοντας ευπόρους 2. εντρυφώ σε κάτι 3. συμμετέχω σε κάποιο αγαθό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τρυφῶ «ζω με πολυτέλεια»] … Dictionary of Greek
περισσοτρύφητος — ον, Α ο υπερβολικά τρυφηλός, ο πολύ αβροδίαιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + τρυφῶ «ζω πολυτελώς, μαλθακώς»] … Dictionary of Greek
συντρυφώ — άω, A ζω μέσα σε τρυφή μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τρυφῶ «ζω με τρυφή»] … Dictionary of Greek