- προ-πρεών
προ-πρεών, ῶνος, ὁ, eigtl. vorspringend, u., wie das Folgde, übertr., geneigt, bereitwillig, ξεῖνος, Pind. N. 7, 86.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-πρεών, ῶνος, ὁ, eigtl. vorspringend, u., wie das Folgde, übertr., geneigt, bereitwillig, ξεῖνος, Pind. N. 7, 86.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προπρεών — ῶνος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. πρόθυμος 2. ευμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πρεών, μτγν. ποιητ. τ. τού πρῶν*] … Dictionary of Greek
πρών — (I) ῶνος και ωνός και επικ. εκτεταμένος τ. πρώων και επικ. ασυναίρ. τ. πρηών, ῶνος και ποιητ. τ. πρεών, όνος, ὁ, Α 1. το προεξέχον τμήμα γης ή όρους και, ιδίως, λόφος που προεκτείνεται προς τη θάλασσα, ακρωτήριο 2. φρ. «Δελφὸς πρών» ο Παρνασσός.… … Dictionary of Greek