- Σειληνικός
Σειληνικός, silenisch, silenenhaft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Σειληνικός, silenisch, silenenhaft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σειληνικός — ή, όν, Α βλ. σιληνικός … Dictionary of Greek
σιληνικός — και σειληνικός, ή, όν, Α [Σ(ε)ιληνός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σιληνό … Dictionary of Greek