Σικελίζω

Σικελίζω

Σικελίζω, 1) wie die Sicilier handeln, sprechen, von ihrer Partei sein, sicelisso, Sp. – 2) = ὀρχέομαι, Theophr. bei Ath. I, 22 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σικελίζω — Α [Σικελός] 1. μιλώ ή συμπεριφέρομαι όπως οι Σικελοί, μιμούμαι τους Σικελούς στην ομιλία και στη συμπεριφορά 2. χορεύω, ορχούμαι 3. πιθ. συμπεριφέρομαι με πανουργία και δόλο …   Dictionary of Greek

  • Σικελίζειν — Σικελίζω do like the Sicilians pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σικελίζεις — Σικελίζω do like the Sicilians pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασικελίζω — (Α) φρ. «κατασικελίζω τυρόν» τρώγω το τυρί λαίμαργα σαν τους Σικελούς (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σικελίζω «φέρομαι όπως οι Σικελοί»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”