- Σειρήνιος
Σειρήνιος, sirenenhaft; übertr., verstrickend, bezaubernd, Heliod. 5, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Σειρήνιος, sirenenhaft; übertr., verstrickend, bezaubernd, Heliod. 5, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σειρήνειος — και σειρήνιος, ον, Α [σειρήν, ῆνος] 1. ο όμοιος με σειρήνα 2. μτφ. θελκτικός, γοητευτικός («σειρήνιοι μελῳδίαι», ΠΔ) … Dictionary of Greek