- Σειρηδών
Σειρηδών, όνος, ἡ, = Σειρήν, Schol. Il. 24, 253; vgl. Auson. Idyll. 11, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Σειρηδών, όνος, ἡ, = Σειρήν, Schol. Il. 24, 253; vgl. Auson. Idyll. 11, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σειρηδών — όνος, ἡ, Α δ. γρφ. τού σειρήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σειρήν, κατά τα ονόματα τών εντόμων σε ηδών (πρβλ. πεμφρ ηδών)] … Dictionary of Greek
αξολότλ — Προνυμφική μορφή αμφίβιου ουροδελούς (αμβλύστομο η τίγρις), είδους σαλαμάνδρας που ζει στις λίμνες των ΗΠΑ, του Καναδά και του Μεξικού. Για πολύ καιρό οι επιστήμονες πίστευαν πως το α., που μέχρι τότε γινόταν εύκολα η εκτροφή και η αναπαραγωγή… … Dictionary of Greek