- Σιβύλλειος
Σιβύλλειος, sibyllisch, sibyllinisch, βίβλοι, Plut. Fab. 4 Marcell. 3 u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Σιβύλλειος, sibyllisch, sibyllinisch, βίβλοι, Plut. Fab. 4 Marcell. 3 u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Σιβύλλειος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιβύλλειος — α, ο / σιβύλλειος, εία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α [Σίβυλλα] σιβυλλικός (α. «Σιβύλλειοι χρησμοί» συλλογή χρησμών οι οποίοι έχουν γραφεί σε διάφορες εποχές, από τον 2ο π.Χ. ώς τον 3ο μ. Χ. αιώνα, σε αρχαίους ελληνικούς εξάμετρους στίχους και… … Dictionary of Greek
Σιβυλλείων — Σιβύλλειος fem gen pl Σιβύλλειος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιβύλλειον — Σιβύλλειος masc acc sg Σιβύλλειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιβυλλείοις — Σιβύλλειος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιβυλλείου — Σιβύλλειος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιβυλλείους — Σιβύλλειος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιβύλλεια — Σιβύλλειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιβύλλειοι — Σιβύλλειος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιβυλλικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σίβυλλα, σιβύλλειος (α. «Σιβυλλικοί χρησμοί» οι Σιβύλλειοι χρησμοί β. «Σιβυλλικά βιβλία» τα Σιβύλλεια*) 2. μτφ. α) (για πρόσ.) αινιγματικός, μυστηριώδης β) αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, ακατανόητος,… … Dictionary of Greek