- Σωκρατικός
Σωκρατικός, adj. von Σωκράτης, sokratisch, den Sokrates betreffend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Σωκρατικός, adj. von Σωκράτης, sokratisch, den Sokrates betreffend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Σωκρατικός — Socratic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωκρατικός — ή, ό, / σωκρατικός, ή, όν, ΝΜΑ [Σωκράτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σωκράτη και στη φιλοσοφία του (α. «σωκρατικοί λόγοι» β. «σωκρατική ειρωνεία» γ. «σωκρατική φιλοσοφία») 2. το αρσ. ως ουσ. οι σωκρατικοί οι φιλόσοφοι τής σχολής τού… … Dictionary of Greek
σωκρατικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με το Σωκράτη: Σωκρατική ειρωνεία. 2. ως ουσ., σωκρατικοί, οι φιλόσοφοι επηρεασμένοι από τη διδασκαλία του Σωκράτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σωκρατικά — Σωκρατικός Socratic neut nom/voc/acc pl Σωκρατικά̱ , Σωκρατικός Socratic fem nom/voc/acc dual Σωκρατικά̱ , Σωκρατικός Socratic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σωκρατικῶν — Σωκρατικός Socratic fem gen pl Σωκρατικός Socratic masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σωκρατικόν — Σωκρατικός Socratic masc acc sg Σωκρατικός Socratic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σωκρατικαί — Σωκρατικός Socratic fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σωκρατικοῖς — Σωκρατικός Socratic masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σωκρατικοί — Σωκρατικός Socratic masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σωκρατικοῦ — Σωκρατικός Socratic masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σωκρατικούς — Σωκρατικός Socratic masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)