Πῡθαγορίζω

Πῡθαγορίζω

Πῡθαγορίζω, ein Anhänger des Pythagoras sein, ἡ Πυϑαγορίζουσα, Titel einer Comödie des Kratinos und des Alexis, Mein. I, 389.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυθαγορίζω — ΝΑ [Πυθαγόρας] είμαι μαθητής ή οπαδός τού Πυθαγόρα …   Dictionary of Greek

  • Πυθαγορίζετε — Πῡθαγορίζετε , Πυθαγορίζω to be a disciple of Pythagoras imperf ind act 2nd pl Πῡθαγορίζετε , Πυθαγορίζω to be a disciple of Pythagoras pres imperat act 2nd pl Πῡθαγορίζετε , Πυθαγορίζω to be a disciple of Pythagoras pres ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυθαγορισάντων — Πῡθαγορισάντων , Πυθαγορίζω to be a disciple of Pythagoras aor part act masc/neut gen pl Πῡθαγορισάντων , Πυθαγορίζω to be a disciple of Pythagoras aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυθαγορίζει — Πῡθαγορίζει , Πυθαγορίζω to be a disciple of Pythagoras pres ind mp 2nd sg Πῡθαγορίζει , Πυθαγορίζω to be a disciple of Pythagoras pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυθαγορισμός — ο, ΝΑ [πυθαγορίζω] η φιλοσοφική σχολή και θρησκευτική κοινότητα που ίδρυσε ο Πυθαγόρας ο Σάμιος τον 6ο π. Χ. αιώνα, τής οποίας η αφετηρία εντάσσεται στην προσωκρατική φιλοσοφία, και αποτελεί τον αντίποδα τής φιλοσοφίας και τής σκέψης τών Μιλησίων …   Dictionary of Greek

  • πυθαγοριστής — ο, ΝΑ, δωρ. τ. πυθαγορικτάς, ά, Α [πυθαγορίζω] οπαδός ή μαθητής τού Πυθαγόρα αρχ. ως κύριο όν. Πυθαγοριστής τίτλος κωμωδίας τού Αριστοφώντος …   Dictionary of Greek

  • πυθαγοριστί — Α επίρρ. σύμφωνα με την πυθαγόρεια διδασκαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυθαγορίζω + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. αττικισ τί)] …   Dictionary of Greek

  • Πυθαγοριζούσηι — Πῡθαγοριζούσῃ , Πυθαγορίζω to be a disciple of Pythagoras pres part act fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυθαγοριζούσης — Πῡθαγοριζούσης , Πυθαγορίζω to be a disciple of Pythagoras pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυθαγοριζούσῃ — Πῡθαγοριζούσῃ , Πυθαγορίζω to be a disciple of Pythagoras pres part act fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυθαγορίζειν — Πῡθαγορίζειν , Πυθαγορίζω to be a disciple of Pythagoras pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”