- λᾱΐνεος
λᾱΐνεος, = λάϊνος, Il. 22, 154; Eur. Phoen. 116; Theocr. 23, 58 u. Sp., wie Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λᾱΐνεος, = λάϊνος, Il. 22, 154; Eur. Phoen. 116; Theocr. 23, 58 u. Sp., wie Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαΐνεος — λαΐνεος, α, ον (Α) βλ. λάινος … Dictionary of Greek
λαίνεος — λᾱΐνεος , λαίνεος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαινέας — λᾱϊνέᾱς , λαίνεος fem acc pl λᾱϊνέᾱς , λαίνεος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαινέων — λᾱϊνέων , λάινος of stone masc/fem gen pl (epic ionic) λᾱϊνέων , λαίνεος fem gen pl λᾱϊνέων , λαίνεος masc/neut gen pl λαῑνέων , λαῖνα laena fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαίνεον — λᾱΐνεον , λαίνεος masc acc sg λᾱΐνεον , λαίνεος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάινος — λάϊνος, ΐνη, ον και λαΐνεος, έα, ον (Α) [λάας] 1. κατασκευασμένος από λίθο ή από μάρμαρο («πάντη γὰρ περὶ τεῑχος ὀρώρει θεσπιδαὲς πῡρ λάϊνον», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. αυτός που έχει πέτρινη καρδιά, σκληρόκαρδος («λάϊνε παῑ, καὶ ἔρωτος ἀνάξιε», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek
λαινέαις — λᾱϊνέαις , λαίνεος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαινέαισι — λᾱϊνέαισι , λαίνεος fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαινέη — λᾱϊνέη , λαίνεος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαινέην — λᾱϊνέην , λαίνεος fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαινέης — λᾱϊνέης , λαίνεος fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)