- παρα-θιγγάνω
παρα-θιγγάνω (s. ϑιγγάνω), daneben, an der Seite berühren. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-θιγγάνω (s. ϑιγγάνω), daneben, an der Seite berühren. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παραθιγών — παρά θιγγάνω touch aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθίξει — παρά θιγγάνω touch fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέθιγες — παρά θιγγάνω touch aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… … Dictionary of Greek
Ψυχάρης, Γιάννης — (Οδησσός 1854 – Παρίσι 1929). Έλληνας γλωσσολόγος. Μετά τις πρώτες εγκύκλιες σπουδές στη γενέτειρά του και στην Κωνσταντινούπολη, συνέχισε τα γυμνασιακά του μαθήματα στη Μασσαλία, σπούδασε αρχαία ελληνική, λατινική και γαλλική φιλολογία στο… … Dictionary of Greek