- οἰᾱκηδόν
οἰᾱκηδόν, nach Art eines Steuerruders, Apoll. Dysc. de adv. 619.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰᾱκηδόν, nach Art eines Steuerruders, Apoll. Dysc. de adv. 619.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οιακηδόν — οἰακηδόν (Α) επίρρ. σαν τον οίακα, με τον τρόπο τού οίακα, σαν τιμόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, ακος «τιμόνι» + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. πρυμν ηδόν)] … Dictionary of Greek
οἰακηδόν — in the manner of an indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek